-
1 орнамент
орнамент м η διακοσμητική γραμμή· греческий \орнамент η γκρέκα, ο μαίανδρος* * *мη διακοσμητική γραμμήгре́ческий орна́мент — η γκρέκα, ο μαίανδρος
-
2 меандр
-а α.1. μαίανδρος, κλωθογύρες ποταμού.2. διακοσμητικό σχήμα, γκρέκα.
См. также в других словарях:
γκρέκα — η διακοσμητικό σχήμα από ευθείες τεθλασμένες σε ορθές γωνίες, μαίανδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. greca (πρβλ. γαλλ. grecque)] … Dictionary of Greek
Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… … Dictionary of Greek
μαίανδρος — ο γραμμικό διακοσμητικό μοτίβο που αποτελείται από ευθείες γραμμές και ορθές γωνίες, ζικζακωτή γραμμή, η γκρέκα: Στην αρχαία Ελλάδα ο μαίανδρος ήταν πολύ συνηθισμένο σχέδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)